- τρυγωδικος
- τρυγῳδικόςτρῠγῳδικός3Arph. = κωμῳδικός См. κωμωδικος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τρυγωδικός — ή, όν, Α [τρυγῳδός] (στον Αριστοφ.) σχετικός με την κωμωδία, κωμῳδικός* … Dictionary of Greek
τρυγῳδικοῖς — τρυγῳδικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)